εγγυητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εγγυητής οι εγγυητές
      γενική του εγγυητή των εγγυητών
    αιτιατική τον εγγυητή τους εγγυητές
     κλητική εγγυητή εγγυητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγγυητής < αρχαία ελληνική ἐγγυητής

Ουσιαστικό

εγγυητής αρσενικό (θηλυκό: εγγυήτρια)

  1. που εγγυάται για κάποιον άλλον
  2. που ως ουδέτερος παρατηρητής εγγυάται την τήρηση συμφωνίας άλλων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.