δορυφοροποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δορυφοροποιώ, πρωτολογισμός < δορυφορο(ποίηση) + -ποιώ

Ρήμα

δορυφοροποιώ

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.