δρῦς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| δρῠ- +φωνήεν & δοτική πληθυντικού. Αλλού, δρῡ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | δρῦς | αἱ | δρύες | |
| γενική | τῆς | δρυός | τῶν | δρυῶν | |
| δοτική | τῇ | δρυῐ̈́ | ταῖς | δρυσῐ́(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | δρῦν | τὰς | δρῦς | |
| κλητική ὦ! | δρῦ | δρῦες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δρύε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | δρυοῖν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δρῦς' όπως «δρῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- δρῦς, ήδη σύνθετο στη μυκηναϊκή 𐀉𐀫𐀵𐀗 (du-ro-to-mo, δυροτόμοι) < θέμα δρυ-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *drew- (ξύλο) < *dóru (δένδρο). Συγγενή: αρχαία ελληνική δόρυ και δένδρον, σανσκριτική दारु (dā́ru), μέση περσική 𐎭𐎠𐎽𐎺 (dāruv), λατινική durus, αγγλοσαξονική trēow (> αγγλική tree) [1]
Ουσιαστικό
δρῦς θηλυκό (αργότερα, σπάνια αρσενικό)
- (αρχική σημασία) κάθε δέντρο
- (δέντρο) δρυς, βελανιδιά
- ↪ ἡ φηγὸς καὶ ἡ πρῖνος εἴδη δρυός
- ↪ πίειρα δρῦς (δρυς με ρητίνη, δηλαδή το πεύκο)
- ↪ δρῦς ποντία (μεγάλα φαιοφύκη της ανατολικής Μεσογείου, το Sargassum vulgare)
- ↪ δρυς θαλασσία ή ἁλίφλοιος
- (μεταφορικά) υπέργηρος
Εκφράσεις
- οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός, οὐδ᾽ ἀπὸ πέτρης ἐσσί (δεν είσαι από ξύλο ή πέτρα, παροιμία και φράση που χρησιμοποιούσαν όταν έννοούσαν ότι "δεν έπεσες από τον ουρανό", σε γέννησε μάνα και πατέρας, έχεις πατρίδα και υποχρεώσεις)
- δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται (άμα πέσει η βελανιδιά ο καθένας τρέχει να αρπάξει ό,τι προλάβει για καυσόξυλα και μεταφορικά, όταν ένας ισχυρός άνδρας αποδυναμωθεί, όλοι προσπαθούν να επωφεληθούν από το κενό της εξουσίας ή από την περιουσία του)
- διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν ("βλέπει μέσα από τοίχους", όταν κανείς δεν μπορεί να μαντέψει σωστά)
- τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην; (τι είναι αυτά που λέτε περί ανέμων και υδάτων, για άσχετα δηλαδή ζητήματα)
Σύνθετα
- δρυοκολάπτης
- δρυόπη
- δρυοτόμος, δρυτόμος (ο ξυλοκόπος)
- δρυοτομία (το κλάδεμα για καυσόξυλα)
- δρυοτομική (η τέχνη του ξυλοκόπου)
- δρυπεπής (ώριμος καρπός)
- δρύφακτος (κάγκελα στα δικαστήρια, μπαλκόνι)
- δρύοχοι/δρύοχα (δρῦς και ἒχω) (τα ξύλινα υποστηρίγματα στο σκαρί του πλοίου κατά τη ναυπήγηση)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- δρῦς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δρῦς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.