δορυάλωτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ δορυάλωτος | τὸ δορυάλωτον | οἱ, αἱ δορυάλωτοι | τὰ δορυάλωτα |
| Γενική | τοῦ, τῆς δορυαλώτου | τοῦ δορυαλώτου | τῶν δορυαλώτων | τῶν δορυαλώτων |
| Δοτική | τῷ, τῇ δορυαλώτῳ | τῷ δορυαλώτῳ | τοῖς, ταῖς δορυαλώτοις | τοῖς δορυαλώτοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν δορυάλωτον | τὸ δορυάλωτον | τοὺς, τὰς δορυαλώτους | τὰ δορυάλωτα |
| Κλητική | δορυάλωτε | δορυάλωτον | δορυάλωτοι | δορυάλωτα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δορυαλώτω | |||
| Γενική-Δοτική | δορυαλώτοιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.