διάρθρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάρθρωση | οι | διαρθρώσεις |
| γενική | της | διάρθρωσης* | των | διαρθρώσεων |
| αιτιατική | τη | διάρθρωση | τις | διαρθρώσεις |
| κλητική | διάρθρωση | διαρθρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαρθρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάρθρωση < αρχαία ελληνική διάρθρωσις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.