μικροδομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικροδομή | οι | μικροδομές |
| γενική | της | μικροδομής | των | μικροδομών |
| αιτιατική | τη | μικροδομή | τις | μικροδομές |
| κλητική | μικροδομή | μικροδομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικροδομή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microstructure, μικρο- + δομή
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.kɾo.ðoˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐δο‐μή
Ουσιαστικό
μικροδομή θηλυκό, (νεολογισμός)
- η δομή ενός επιμέρους οργανωμένου υποσυστήματος σε αντιδιαστολή με τη δομή της γενικής οργάνωσης του συστήματος στο οποίο υπάγεται
- (τεχνολογία, επιστήμη υλικών) αντικείμενα ή δομές με διαστάσεις που κυμαίνονται από 0.1 έως 1000 μικρόμετρα και συχνά μπορούν να παρατηρηθούν με ένα μικροσκόπιο
- (λεξικογραφία) οι πληροφορίες που υπάρχουν μέσα σε ένα λήμμα λεξικού, η οργάνωση και η παρουσίασή τους
Αντώνυμα
Συγγενικά
- νανοδομή (επιστήμη υλικών)
- → δείτε τη λέξη δομή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.