layout
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
layout (en)
- διάταξη (τοποθέτηση στον χώρο)
- keyboard layout: διάταξη πληκτρολογίου (η τοποθέτηση των πλήκτρων πάνω στο πληκτρολόγιο)
- σχεδιασμός
- κατάστρωση
- σελιδοποίηση
-
layout στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.