layout

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

layout < lay + out

Ουσιαστικό

layout (en)

  1. διάταξη (τοποθέτηση στον χώρο)
    keyboard layout: διάταξη πληκτρολογίου (η τοποθέτηση των πλήκτρων πάνω στο πληκτρολόγιο)
  2. σχεδιασμός
  3. κατάστρωση
  4. σελιδοποίηση

  • layout στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.