δομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δομώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δομῶ συνηρημένος τύπος του δομέω και -άω, και -όω < δόμος[1] σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική structurer [2](
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðoˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐μώ
- τονικό παρώνυμο: δόμο
Ρήμα
δομώ, αόρ.: δόμησα, παθ.φωνή: δομούμαι, π.αόρ.: δομήθηκα, μτχ.π.π.: δομημένος
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) κτίζω, φτιάχνω κάτι με δομή
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δομή
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
δομώ
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- δομώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.