δόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δόμος οι δόμοι
      γενική του δόμου των δόμων
    αιτιατική τον δόμο τους δόμους
     κλητική δόμε δόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δόμος < αρχαία ελληνική δόμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dṓm (οίκος, δόμος) < *demh₂- (κτίζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðo.mos/

Ουσιαστικό

δόμος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.