τεχνοδομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τεχνοδομή | οι | τεχνοδομές |
| γενική | της | τεχνοδομής | των | τεχνοδομών |
| αιτιατική | την | τεχνοδομή | τις | τεχνοδομές |
| κλητική | τεχνοδομή | τεχνοδομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τεχνοδομή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τεχνοδομή θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τεχνοδομή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.