ωμοπλινθοδομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωμοπλινθοδομή οι ωμοπλινθοδομές
      γενική της ωμοπλινθοδομής των ωμοπλινθοδομών
    αιτιατική την ωμοπλινθοδομή τις ωμοπλινθοδομές
     κλητική ωμοπλινθοδομή ωμοπλινθοδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωμοπλινθοδομή < ωμόπλινθος + δομή

Ουσιαστικό

ωμοπλινθοδομή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.