δομισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δομισμός οι δομισμοί
      γενική του δομισμού των δομισμών
    αιτιατική τον δομισμό τους δομισμούς
     κλητική δομισμέ δομισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δομισμός < δομή + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική structuralisme)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðo.miˈzmos/

Ουσιαστικό

δομισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.