μακροδομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μακροδομή | οι | μακροδομές |
| γενική | της | μακροδομής | των | μακροδομών |
| αιτιατική | τη | μακροδομή | τις | μακροδομές |
| κλητική | μακροδομή | μακροδομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μακροδομή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική macrostructure, μακρο- + δομή
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.kɾo.ðoˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κρο‐δο‐μή
Ουσιαστικό
μακροδομή θηλυκό, (νεολογισμός)
- η γενική δομή ενός οργανωμένου συστήματος, σε αντιδιαστολή με τη δομή επιμέρους υποσυστημάτων της
- (τεχνολογία, επιστήμη υλικών) αντικείμενα ή δομές μεγαλύτερες από 1 χιλιοστό και μπορούν να παρατηρηθούν με γυμνό οφθαλμό, χωρίς τη βοήθεια μικροσκοπίου
- (λεξικογραφία) το λημματολόγιο των λεξικών, η επιλογή του είδους των λημμάτων που περιλαμβάνει ένα λεξικό
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δομή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.