μακροδομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακροδομή οι μακροδομές
      γενική της μακροδομής των μακροδομών
    αιτιατική τη μακροδομή τις μακροδομές
     κλητική μακροδομή μακροδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μακροδομή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική macrostructure, μακρο- + δομή

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.kɾo.ðoˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μακροδομή

Ουσιαστικό

μακροδομή θηλυκό, (νεολογισμός)

  • η γενική δομή ενός οργανωμένου συστήματος, σε αντιδιαστολή με τη δομή επιμέρους υποσυστημάτων της
    1. (τεχνολογία, επιστήμη υλικών) αντικείμενα ή δομές μεγαλύτερες από 1 χιλιοστό και μπορούν να παρατηρηθούν με γυμνό οφθαλμό, χωρίς τη βοήθεια μικροσκοπίου
    2. (λεξικογραφία) το λημματολόγιο των λεξικών, η επιλογή του είδους των λημμάτων που περιλαμβάνει ένα λεξικό

Αντώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη δομή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.