υπερδομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερδομή οι υπερδομές
      γενική της υπερδομής των υπερδομών
    αιτιατική την υπερδομή τις υπερδομές
     κλητική υπερδομή υπερδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερδομή < υπερ- + δομή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική superstructure[1])

Ουσιαστικό

υπερδομή θηλυκό

  1. εποικοδόμημα
  2. υπερκατασκευή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.