δομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δομικός | η | δομική | το | δομικό |
| γενική | του | δομικού | της | δομικής | του | δομικού |
| αιτιατική | τον | δομικό | τη | δομική | το | δομικό |
| κλητική | δομικέ | δομική | δομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δομικοί | οι | δομικές | τα | δομικά |
| γενική | των | δομικών | των | δομικών | των | δομικών |
| αιτιατική | τους | δομικούς | τις | δομικές | τα | δομικά |
| κλητική | δομικοί | δομικές | δομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
δομικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.