διψασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διψασμένος η διψασμένη το διψασμένο
      γενική του διψασμένου της διψασμένης του διψασμένου
    αιτιατική τον διψασμένο τη διψασμένη το διψασμένο
     κλητική διψασμένε διψασμένη διψασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διψασμένοι οι διψασμένες τα διψασμένα
      γενική των διψασμένων των διψασμένων των διψασμένων
    αιτιατική τους διψασμένους τις διψασμένες τα διψασμένα
     κλητική διψασμένοι διψασμένες διψασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διψασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διψώ

Μετοχή

διψασμένος -η -ο

  1. που διψάει, που έχει μεγάλη επιθυμία να πιει νερό
  2. (μεταφορικά) που επιθυμεί πολύ κάτι
    διψασμένος για δόξα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.