διψασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διψασμένος | η | διψασμένη | το | διψασμένο |
| γενική | του | διψασμένου | της | διψασμένης | του | διψασμένου |
| αιτιατική | τον | διψασμένο | τη | διψασμένη | το | διψασμένο |
| κλητική | διψασμένε | διψασμένη | διψασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διψασμένοι | οι | διψασμένες | τα | διψασμένα |
| γενική | των | διψασμένων | των | διψασμένων | των | διψασμένων |
| αιτιατική | τους | διψασμένους | τις | διψασμένες | τα | διψασμένα |
| κλητική | διψασμένοι | διψασμένες | διψασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διψασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διψώ
Μετοχή
διψασμένος -η -ο
Εκφράσεις
- διψασμένος για αίμα: αιμοδιψής, πολεμοχαρής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.