επιθυμώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιθυμώ < αρχαία ελληνική ἐπιθυμέω

Ρήμα

επιθυμώ

  1. θέλω, αποζητώ
    Θα επιθυμούσα να το έθετες αλλιώς.
  2. μου λείπει κάτι ή κάποιος
    Το παιδί λείπει στην κατασκήνωση και το επιθύμησα.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.