νεροκαμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεροκαμένος η νεροκαμένη το νεροκαμένο
      γενική του νεροκαμένου της νεροκαμένης του νεροκαμένου
    αιτιατική τον νεροκαμένο τη νεροκαμένη το νεροκαμένο
     κλητική νεροκαμένε νεροκαμένη νεροκαμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεροκαμένοι οι νεροκαμένες τα νεροκαμένα
      γενική των νεροκαμένων των νεροκαμένων των νεροκαμένων
    αιτιατική τους νεροκαμένους τις νεροκαμένες τα νεροκαμένα
     κλητική νεροκαμένοι νεροκαμένες νεροκαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νεροκαμένος < νερό + καμένος

Μετοχή

νεροκαμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.