διηνεκής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διηνεκής | η | διηνεκής | το | διηνεκές |
| γενική | του | διηνεκούς* | της | διηνεκούς | του | διηνεκούς |
| αιτιατική | τον | διηνεκή | τη | διηνεκή | το | διηνεκές |
| κλητική | διηνεκή(ς) | διηνεκής | διηνεκές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διηνεκείς | οι | διηνεκείς | τα | διηνεκή |
| γενική | των | διηνεκών | των | διηνεκών | των | διηνεκών |
| αιτιατική | τους | διηνεκείς | τις | διηνεκείς | τα | διηνεκή |
| κλητική | διηνεκείς | διηνεκείς | διηνεκή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διηνεκής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διηνεκής
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- στιγμιαίος
- επίσης, ακαριαίος, παροδικός, σύντομος, φευγαλέος
Εκφράσεις
- εις το διηνεκές: διαρκώς στο μέλλον, επ' άπειρον
Συγγενικά
- διηνεκώς (επίρρημα, λόγιο)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Επίθετο
διηνεκής, -ής, -ές
- → ζητούμενο λήμμα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- διηνεκής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διηνεκής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.