ακατάπαυστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατάπαυστος | η | ακατάπαυστη | το | ακατάπαυστο |
| γενική | του | ακατάπαυστου | της | ακατάπαυστης | του | ακατάπαυστου |
| αιτιατική | τον | ακατάπαυστο | την | ακατάπαυστη | το | ακατάπαυστο |
| κλητική | ακατάπαυστε | ακατάπαυστη | ακατάπαυστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατάπαυστοι | οι | ακατάπαυστες | τα | ακατάπαυστα |
| γενική | των | ακατάπαυστων | των | ακατάπαυστων | των | ακατάπαυστων |
| αιτιατική | τους | ακατάπαυστους | τις | ακατάπαυστες | τα | ακατάπαυστα |
| κλητική | ακατάπαυστοι | ακατάπαυστες | ακατάπαυστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακατάπαυστος < (ελληνιστική κοινή) < ἀ- στερητικό + καταπαύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.