φευγαλέος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φευγαλέος η φευγαλέα το φευγαλέο
      γενική του φευγαλέου της φευγαλέας του φευγαλέου
    αιτιατική τον φευγαλέο τη φευγαλέα το φευγαλέο
     κλητική φευγαλέε φευγαλέα φευγαλέο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φευγαλέοι οι φευγαλέες τα φευγαλέα
      γενική των φευγαλέων των φευγαλέων των φευγαλέων
    αιτιατική τους φευγαλέους τις φευγαλέες τα φευγαλέα
     κλητική φευγαλέοι φευγαλέες φευγαλέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φευγαλέος < φεύγ(ω) + -αλέος

Προφορά

ΔΦΑ : /fe.vɣaˈle.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φευγαλέος

Επίθετο

φευγαλέος, -α, -ο

  1. που έρχεται για λίγο και χάνεται πολύ γρήγορα
    ένα φευγαλέο συναίσθημα
  2. που γίνεται με δυσκολία αντιληπτός
    φευγαλέα ματιά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.