ασταμάτητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασταμάτητος | η | ασταμάτητη | το | ασταμάτητο |
| γενική | του | ασταμάτητου | της | ασταμάτητης | του | ασταμάτητου |
| αιτιατική | τον | ασταμάτητο | την | ασταμάτητη | το | ασταμάτητο |
| κλητική | ασταμάτητε | ασταμάτητη | ασταμάτητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασταμάτητοι | οι | ασταμάτητες | τα | ασταμάτητα |
| γενική | των | ασταμάτητων | των | ασταμάτητων | των | ασταμάτητων |
| αιτιατική | τους | ασταμάτητους | τις | ασταμάτητες | τα | ασταμάτητα |
| κλητική | ασταμάτητοι | ασταμάτητες | ασταμάτητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.staˈma.ti.tos/
Επίθετο
ασταμάτητος, -η, -ο
- που δε σταμάτησε, δε σταματάει ή δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει
- μόλις χάλασαν τα φρένα τού αυτοκινήτου, το όχημα ήταν πια ασταμάτητο
- (ιδιωματικό) ασταμάτηγος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ασταμάτητα
- → δείτε τη λέξη σταματώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.