στιγμιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στιγμιαίος | η | στιγμιαία | το | στιγμιαίο |
| γενική | του | στιγμιαίου | της | στιγμιαίας | του | στιγμιαίου |
| αιτιατική | τον | στιγμιαίο | τη | στιγμιαία | το | στιγμιαίο |
| κλητική | στιγμιαίε | στιγμιαία | στιγμιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στιγμιαίοι | οι | στιγμιαίες | τα | στιγμιαία |
| γενική | των | στιγμιαίων | των | στιγμιαίων | των | στιγμιαίων |
| αιτιατική | τους | στιγμιαίους | τις | στιγμιαίες | τα | στιγμιαία |
| κλητική | στιγμιαίοι | στιγμιαίες | στιγμιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στιγμιαίος < (ελληνιστική κοινή) στιγμιαῖος
Επίθετο
στιγμιαίος
- που διαρκεί μια στιγμή, πολύ σύντομος
- μια στιγμιαία παρόρμηση
- που παρασκευάζεται πολύ γρήγορα
- στιγμιαίος καφές
- στιγμιαίος μέλλοντας: ρηματικός χρόνος που φανερώνει ότι μια πράξη θα γίνει στο μέλλον χωρίς να γίνεται αναφορά στη διάρκειά της· ο συνοπτικός μέλλοντας
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.