παντοτινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παντοτινός η παντοτινή το παντοτινό
      γενική του παντοτινού της παντοτινής του παντοτινού
    αιτιατική τον παντοτινό την παντοτινή το παντοτινό
     κλητική παντοτινέ παντοτινή παντοτινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παντοτινοί οι παντοτινές τα παντοτινά
      γενική των παντοτινών των παντοτινών των παντοτινών
    αιτιατική τους παντοτινούς τις παντοτινές τα παντοτινά
     κλητική παντοτινοί παντοτινές παντοτινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παντοτινός < πάντοτε + -ινός

Επίθετο

παντοτινός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.