αδιάκοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάκοπος η αδιάκοπη το αδιάκοπο
      γενική του αδιάκοπου της αδιάκοπης του αδιάκοπου
    αιτιατική τον αδιάκοπο την αδιάκοπη το αδιάκοπο
     κλητική αδιάκοπε αδιάκοπη αδιάκοπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάκοποι οι αδιάκοπες τα αδιάκοπα
      γενική των αδιάκοπων των αδιάκοπων των αδιάκοπων
    αιτιατική τους αδιάκοπους τις αδιάκοπες τα αδιάκοπα
     κλητική αδιάκοποι αδιάκοπες αδιάκοπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδιάκοπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιάκοπος [1][2] < {βλ|0=-}} αρχαία ελληνική διακόπτω < διά + κόπτω. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + θέμα του διακόπτω (όπως και στο διακοπή)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈðʝa.ko.pos/ & /aˈði̯a.ko.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδιάκοπος

Επίθετο

αδιάκοπος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη διακόπτω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.