διατεθειμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατεθειμένος η διατεθειμένη το διατεθειμένο
      γενική του διατεθειμένου της διατεθειμένης του διατεθειμένου
    αιτιατική τον διατεθειμένο τη διατεθειμένη το διατεθειμένο
     κλητική διατεθειμένε διατεθειμένη διατεθειμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατεθειμένοι οι διατεθειμένες τα διατεθειμένα
      γενική των διατεθειμένων των διατεθειμένων των διατεθειμένων
    αιτιατική τους διατεθειμένους τις διατεθειμένες τα διατεθειμένα
     κλητική διατεθειμένοι διατεθειμένες διατεθειμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διατεθειμένος < αρχαία ελληνική διατεθειμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διατίθημι < διά + τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁- (τίθημι, θέτω) (1. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική (être) disposé)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.te.θiˈme.nos/ & /ðʝa.te.θiˈme.nos/

Μετοχή

διατεθειμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.