διατίθεμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διατίθεμαι: μέση-παθητική φωνή του ρήματος διαθέτω < αρχαία ελληνική διατίθεμαι, παθητική φωνή του ρήματος διατίθημι < διά + τίθημι
Ρήμα
διατίθεμαι
- με διαθέτουν προς χρήση, παραχωρούμαι, προσφέρομαι
- για την μετακίνηση των επισκεπτών διατέθηκε από το χορηγό ένα λεωφορείο
- πωλούμαι
- το προϊόν διατίθεται σε όλα τα φαρμακεία
- ξοδεύομαι
- για την ανέγερση του ναού διατέθηκαν δύο εκατομμύρια
- έχω τη διάθεση, την πρόθεση
- διατίθεμαι να σας κάνω αυτήν την προσφορά
- κρατώ μία στάση απέναντι σε κάποιον, ευνοϊκή ή εχθρική
- ο πρόεδρος διατίθεται ευνοϊκά προς την πρότασή μας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.