απέναντι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απέναντι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπέναντι [1] < ἀπό + ἔναντι

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpe.nan.di/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απέναντι

Επίθετο

απέναντι άκλιτο

Επίρρημα

απέναντι

  1. (τοπικό επίρρημα) αντίκρυ, στην αντικρινή μεριά
    Οι γείτονες απέναντι απ' το σπίτι μας.
    βρίσκομαι απέναντι σε κάποιον, βρίσκομαι απέναντι από κάποιον
    πέρασα απέναντι (πήγα προς την άλλη μεριά κάποιου χώρου)
    Πού πας; — Απέναντι. Λέω να πεταχτώ απέναντι.
     συνώνυμα: λόγιο: έναντι, λαϊκότροπα: αγνάντι, αγνάντια, φάτσα, φάτσα κάρτα
  2. μπροστά σε
     συνώνυμα: ενώπιον
  3. μπροστά σε (μεταφορικά), σε σχέση με
    Κράτησε θετική στάση απέναντί μου.
     συνώνυμα: αναφορικά

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη εναντίον

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

απέναντι άκλιτο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.