πρέπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρέπω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρέπω [1]

Ρήμα

πρέπω μόνο σε τρίτο πρόσωπο ενικού ή πληθυντικού στο ενεστωτικό θέμα

Σύνθετα

Συγγενικά

  • -πρεπής Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πρεπής στο Βικιλεξικό & παράγωγα -εια, -ώς
  • πρέπων, πρέπουσα, πρέπον
  •  και δείτε τη λέξη πρέπει

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

πρέπω

  1. είμαι ορατός, διακρίνομαι καλά ανάμεσα σε πολλούς
  2. (για ήχο) ακούγομαι δυνατά και καθαρά
  3. (για οσμή) διακρίνομαι καθαρά
  4. μοιάζω στη μορφή
  5. ταιριάζω, αρμόζω
  6. (απρόσωπο)  δείτε τη λέξη πρέπει, ταιριάζει

Συγγενικά

  • διαπρέπω
  • ἐκπρέπω
  • ἐμπρέπω
  • ἐνδιαπρέπω
  • ἐπιπρέπω
  • εὐπρεπέω
  • εὐπρεπίζω
  • μεταπρέπω
  • συμπρέπω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.