εξέχων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξέχων
& εξέχοντας
η εξέχουσα το εξέχον
      γενική του εξέχοντος
& εξέχοντα
της εξέχουσας
& εξεχούσης*
του εξέχοντος
    αιτιατική τον εξέχοντα την εξέχουσα το εξέχον
     κλητική εξέχων
& εξέχοντα
εξέχουσα εξέχον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξέχοντες οι εξέχουσες τα εξέχοντα
      γενική των εξεχόντων των εξεχουσών των εξεχόντων
    αιτιατική τους εξέχοντες τις εξέχουσες τα εξέχοντα
     κλητική εξέχοντες εξέχουσες εξέχοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξέχων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξέχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐξέχω (εξέχω) όπως στην ελληνιστική έκφραση «ὁ ἐξέχων ἀνήρ»[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈkse.xon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξέχων
ομόηχο: εξέχον

Μετοχή

εξέχων, -ουσα, -ον

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.