διαπρέπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαπρέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαπρέπω < δια- + πρέπω (φαίνομαι καλά, ξεχωρίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈpɾe.po/ & /ðʝaˈpɾe.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐πρέ‐πω
Ρήμα
διαπρέπω, αόρ.: διέπρεψα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
- διαπρεπής
- → δείτε τη λέξη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαπρέπω | διέπρεπα | θα διαπρέπω | να διαπρέπω | διαπρέποντας | |
| β' ενικ. | διαπρέπεις | διέπρεπες | θα διαπρέπεις | να διαπρέπεις | διάπρεπε | |
| γ' ενικ. | διαπρέπει | διέπρεπε | θα διαπρέπει | να διαπρέπει | ||
| α' πληθ. | διαπρέπουμε | διαπρέπαμε | θα διαπρέπουμε | να διαπρέπουμε | ||
| β' πληθ. | διαπρέπετε | διαπρέπατε | θα διαπρέπετε | να διαπρέπετε | διαπρέπετε | |
| γ' πληθ. | διαπρέπουν(ε) | διέπρεπαν διαπρέπαν(ε) |
θα διαπρέπουν(ε) | να διαπρέπουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διέπρεψα | θα διαπρέψω | να διαπρέψω | διαπρέψει | ||
| β' ενικ. | διέπρεψες | θα διαπρέψεις | να διαπρέψεις | διάπρεψε | ||
| γ' ενικ. | διέπρεψε | θα διαπρέψει | να διαπρέψει | |||
| α' πληθ. | διαπρέψαμε | θα διαπρέψουμε | να διαπρέψουμε | |||
| β' πληθ. | διαπρέψατε | θα διαπρέψετε | να διαπρέψετε | διαπρέψτε | ||
| γ' πληθ. | διέπρεψαν διαπρέψαν(ε) |
θα διαπρέψουν(ε) | να διαπρέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαπρέψει | είχα διαπρέψει | θα έχω διαπρέψει | να έχω διαπρέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαπρέψει | είχες διαπρέψει | θα έχεις διαπρέψει | να έχεις διαπρέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαπρέψει | είχε διαπρέψει | θα έχει διαπρέψει | να έχει διαπρέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαπρέψει | είχαμε διαπρέψει | θα έχουμε διαπρέψει | να έχουμε διαπρέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαπρέψει | είχατε διαπρέψει | θα έχετε διαπρέψει | να έχετε διαπρέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαπρέψει | είχαν διαπρέψει | θα έχουν διαπρέψει | να έχουν διαπρέψει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.