eminent
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | eminent |
| συγκριτικός | more eminent |
| υπερθετικός | most eminent |
Επίθετο
eminent (en)
- διαπρεπής, διακεκριμένος, ξεχωριστός, για άτομα που είναι διάσημα και σεβαστά, ειδικά σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.