prominent

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός prominent
συγκριτικός more prominent
υπερθετικός most prominent

Επίθετο

prominent (en)

  1. διαπρεπής, διακεκριμένος, εξέχων, σημαντικό ή πολύ γνωστό
    a prominent politician - διαπρεπής πολιτικός
    a prominent family - διακεκριμένη οικογένεια
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη notable
  2. περίβλεπτος, περίοπτος, που φαίνεται εύκολα
    a prominent landmark - περίβλεπτο ορόσημο
    a prominent building - περίοπτο κτίσμα
  3. προεξέχων, που προεξέχει
    prominent cheekbones - προεξέχοντα μήλα προσώπου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.