ξεχωριστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεχωριστός | η | ξεχωριστή | το | ξεχωριστό |
| γενική | του | ξεχωριστού | της | ξεχωριστής | του | ξεχωριστού |
| αιτιατική | τον | ξεχωριστό | την | ξεχωριστή | το | ξεχωριστό |
| κλητική | ξεχωριστέ | ξεχωριστή | ξεχωριστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεχωριστοί | οι | ξεχωριστές | τα | ξεχωριστά |
| γενική | των | ξεχωριστών | των | ξεχωριστών | των | ξεχωριστών |
| αιτιατική | τους | ξεχωριστούς | τις | ξεχωριστές | τα | ξεχωριστά |
| κλητική | ξεχωριστοί | ξεχωριστές | ξεχωριστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεχωριστός < ξεχωρίζω
Επίθετο
ξεχωριστός
- αυτός που ξεχωρίζει, συνήθως με τη θετική έννοια, ο διαλεχτός, ο διακεκριμένος
- ο ιδιαίτερος, αυτός που έχει κάτι σημαντικό και διαφέρει από τους άλλους σε κάτι καλό
- ο Κωστάκης είναι ξεχωριστό παιδί
- ο πολύ καλός
- η Μαρία είναι ξεχωριστή μαθήτρια
- ο χωριστός από τους άλλους (π.χ. ξεχωριστό κεφάλαιο, ξεχωριστή σελίδα) αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται συνήθως το "χωριστός, χωριστή, χωριστό"
- αυτό το θέμα θα μελετηθεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.