διακοπές

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διακοπές < διακοπή (λόγω της διακοπής των εργασιών)

Ουσιαστικό

διακοπές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. περίοδος καθορισμένης αργίας, κατά την οποία διακόπτεται η λειτουργία των εκπαιδευτικών ή άλλων ιδρυμάτων, καταστημάτων κ.λπ.
    καλοκαιρινές διακοπές
    διακοπές των Xριστουγέννων
  2. περίοδος πολυήμερης διακοπής της εργασίας (για εργαζόμενο) ή των μαθημάτων (για μαθητή ή σπουδαστή) για ξεκούραση και ψυχαγωγία, που συνδυάζεται συνήθως με ταξίδια αναψυχής
    πού θα πάμε φέτος στις διακοπές;
    • (κατ' επέκταση) το ταξίδι αναψυχής που πραγματοποιείται σε αυτήν την περίοδο
    πού θα πάτε φέτος διακοπές;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.