διακοπές
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διακοπές < διακοπή (λόγω της διακοπής των εργασιών)
Ουσιαστικό
διακοπές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- περίοδος καθορισμένης αργίας, κατά την οποία διακόπτεται η λειτουργία των εκπαιδευτικών ή άλλων ιδρυμάτων, καταστημάτων κ.λπ.
- καλοκαιρινές διακοπές
- διακοπές των Xριστουγέννων
- περίοδος πολυήμερης διακοπής της εργασίας (για εργαζόμενο) ή των μαθημάτων (για μαθητή ή σπουδαστή) για ξεκούραση και ψυχαγωγία, που συνδυάζεται συνήθως με ταξίδια αναψυχής
- πού θα πάμε φέτος στις διακοπές;
- (κατ' επέκταση) το ταξίδι αναψυχής που πραγματοποιείται σε αυτήν την περίοδο
- πού θα πάτε φέτος διακοπές;
Μεταφράσεις
διακοπές
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.