ανωμαλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανωμαλία | οι | ανωμαλίες |
| γενική | της | ανωμαλίας | των | ανωμαλιών |
| αιτιατική | την | ανωμαλία | τις | ανωμαλίες |
| κλητική | ανωμαλία | ανωμαλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανωμαλία < αρχαία ελληνική ἀνωμαλία < ἀνώμαλος < ὁμαλός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική anomalie ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική anomaly)
Ουσιαστικό
ανωμαλία θηλυκό
- αφύσικη συμπεριφορά ή πράξη
- μη αποδεκτή κοινωνικά συμπεριφορά
- ελαττωματική παραμόρφωση σκελετού, οργάνου κ.λπ.
- προεξοχή ή εσοχή στο έδαφος ή σε (λεία) επιφάνεια
Μεταφράσεις
Πηγές
- ανωμαλία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανωμαλία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανωμαλία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.