outage

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
outage outages

Ετυμολογία

outage < out + -age

Ουσιαστικό

outage (en)

  • η διακοπή (ρεύματος), χρονικό διάστημα που δεν λειτουργεί η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος κτλ.
    The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
    Η διακοπή του ρεύματος σταμάτησε τη λειτουργία των μηχανών του εργοστασίου.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.