άμβλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άμβλωση | οι | αμβλώσεις |
| γενική | της | άμβλωσης* | των | αμβλώσεων |
| αιτιατική | την | άμβλωση | τις | αμβλώσεις |
| κλητική | άμβλωση | αμβλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αμβλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άμβλωση < αρχαία ελληνική ἄμβλωσις
-
άμβλωση στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.