carrier
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkæ.ɹɪ.ə/
- ⓘ
Ουσιαστικό
carrier (en)
- ο φορέας
- ο ξενιστής ενός παθογόνου μικροοργανισμού
- ο μεταφορέας
- όχημα μεταφοράς
- (τηλεπικοινωνίες) φορέας (ιδιοκτήτης δικτύου)[1]
Πολυλεκτικοί όροι
Αναφορές
- από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
Πηγές
- carrier - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- carrier - Oxford Learner's Dictionaries
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.