διαγώνια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαγώνια < διαγώνι(ος) +

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈɣo.ni.a/ & /ðʝaˈɣo.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαγώνια

Επίρρημα

διαγώνια και διαγωνίως

  • κατά διαγώνιο τρόπο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διαγώνια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του διαγώνιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διαγώνιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.