διαγωνίως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαγωνίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαγωνίως. Συγχρονικά αναλύεται σε διαγώνι(ος) + -ως.
Πηγές
- διαγώνιος & διαγωνίως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διαγωνίως < διαγώνι(ος) + -ως
Πηγές
- διαγωνίως, διαγώνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.