διαβούλευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαβούλευση | οι | διαβουλεύσεις |
| γενική | της | διαβούλευσης* | των | διαβουλεύσεων |
| αιτιατική | τη | διαβούλευση | τις | διαβουλεύσεις |
| κλητική | διαβούλευση | διαβουλεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαβουλεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- PAGENAME}} < δια- + βουλεύομαι (αρχαία= σκέφτομαι)}}
Ουσιαστικό
διαβούλευση θηλυκό
- σκέψη
- συνάθροιση ατόμων για την παραγωγή πρωτότυπων ιδεών μετά από σκέψη και ανταλλαγή ιδεών
- ≈ συνώνυμα: κατιδεασμός, μπρεϊνστόρμινγκ
- μετοχή σε συζήτηση με άλλους και ανταλλαγή απόψεων
- συζήτηση με τη βοήθεια τεχνολογίας όπου οι απόντες μπορούν και συμμετέχουν με την «ηλεκτρονική τους παρουσία», η οποία μπορεί να λάβει χαρακτήρα, μετάδοσης εικόνας και ήχου ή μονάχα ήχου με τη συνοδεία εικόνας, ολογράμματος ή συμμετοχής σε φόρουμ
- μηχανορραφία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διαβούλευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.