κατιδεασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κατιδεασμός | οι | κατιδεασμοί |
| γενική | του | κατιδεασμού | των | κατιδεασμών |
| αιτιατική | τον | κατιδεασμό | τους | κατιδεασμούς |
| κλητική | κατιδεασμέ | κατιδεασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατιδεασμός < κατ- + ιδεάζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική brainstorming)
Μεταφράσεις
κατιδεασμός
|
→ δείτε τη λέξη καταιγισμός ιδεών |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.