τηλεδιάσκεψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τηλεδιάσκεψη | οι | τηλεδιασκέψεις |
| γενική | της | τηλεδιάσκεψης* | των | τηλεδιασκέψεων |
| αιτιατική | την | τηλεδιάσκεψη | τις | τηλεδιασκέψεις |
| κλητική | τηλεδιάσκεψη | τηλεδιασκέψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεδιασκέψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τηλεδιάσκεψη < τηλε- + διάσκεψη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική teleconference)
Ουσιαστικό
τηλεδιάσκεψη θηλυκό
- η διάσκεψη που πραγματοποιείται με την αποστολή ήχου και εικόνας μέσω διαδικτύου
Μεταφράσεις
τηλεδιάσκεψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.