φόρουμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φόρουμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική forum < λατινική forum (αγορά) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰworom- < *dʰwor- < *dʰwer- (θύρα)
Ουσιαστικό
φόρουμ ουδέτερο άκλιτο
Σημειώσεις
Συγγενικά
-
φόρουμ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.