φόρουμ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φόρουμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική forum < λατινική forum (αγορά) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰworom- < *dʰwor- < *dʰwer- (θύρα)

Ουσιαστικό

φόρουμ ουδέτερο άκλιτο

  1. δημόσια ανοιχτή συγκέντρωση και συνομιλία για ένα ή περισσότερα θέματα
  2. χώρος για την παραπάνω συγκέντρωση και συνομιλία (φυσικός ή εικονικός-στο διαδίκτυο)
  3. (ιστορία) η ρωμαϊκή αγορά

Σημειώσεις

  • Ενίοτε απαντά και ο πληθυντικός (τα) φόρα
    Εκεί παρατηρήθηκε ότι οι άνθρωποι περνούν τρεις φορές περισσότερο χρόνο απ' ό,τι στις απλές διευθύνσεις, οπότε γίνονται, με τη συμμετοχή τους στα διάφορα φόρα συζητήσεων, επίλεκτα θηράματα από την πλευρά των διαφημιστών. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.