διαβούλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαβούλιο τα διαβούλια
      γενική του διαβουλίου
& διαβούλιου
των διαβουλίων
    αιτιατική το διαβούλιο τα διαβούλια
     κλητική διαβούλιο διαβούλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαβούλιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διαβούλιο ουδέτερο

  1. το συμβούλιο, η σύσκεψη
  2. (αρνητική έννοια) η μυστική σύσκεψη
  3. η σκευωρία, η μηχανορραφία

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.