διαβούλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διαβούλιο | τα | διαβούλια |
| γενική | του | διαβουλίου & διαβούλιου |
των | διαβουλίων |
| αιτιατική | το | διαβούλιο | τα | διαβούλια |
| κλητική | διαβούλιο | διαβούλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαβούλιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
διαβούλιο ουδέτερο
- το συμβούλιο, η σύσκεψη
- (αρνητική έννοια) η μυστική σύσκεψη
- η σκευωρία, η μηχανορραφία
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διαβούλιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.