ίντριγκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ίντριγκα οι ίντριγκες
      γενική της ίντριγκας
    αιτιατική την ίντριγκα τις ίντριγκες
     κλητική ίντριγκα ίντριγκες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ίντριγκα < γαλλική intrigue / γερμανική Intrige < ιταλική intrigare / intricare < λατινική intrico < tricor < tricae < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terkʷ- (γυρίζω, στρέφω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈin.dɾi.ɡa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίντριγκα

Ουσιαστικό

ίντριγκα θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.