ίντριγκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ίντριγκα | οι | ίντριγκες |
| γενική | της | ίντριγκας | — | |
| αιτιατική | την | ίντριγκα | τις | ίντριγκες |
| κλητική | ίντριγκα | ίντριγκες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈin.dɾi.ɡa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐ντρι‐γκα
Ουσιαστικό
ίντριγκα θηλυκό
- η κατάσταση που σχεδιάζεται κρυφά και εις βάρος κάποιου με σκοπό την εξαπάτηση ή την παραπλάνησή του
Συγγενικά
- ιντριγκαδόρος
- ιντριγκάρω
- ιντριγκιάρης / ιντριγκιάρα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.