ολόγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ολόγραμμα | τα | ολογράμματα |
| γενική | του | ολογράμματος | των | ολογραμμάτων |
| αιτιατική | το | ολόγραμμα | τα | ολογράμματα |
| κλητική | ολόγραμμα | ολογράμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολόγραμμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλικά hologramme
Μεταφράσεις
ολόγραμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.