μίτινγκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μίτινγκ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική meeting[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.tiŋɡ/ & /ˈmi.tiŋ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μί‐τινγκ
Ουσιαστικό
μίτινγκ ουδέτερο άκλιτο
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.