πλεκτάνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλεκτάνη οι πλεκτάνες
      γενική της πλεκτάνης των πλεκτανών
    αιτιατική την πλεκτάνη τις πλεκτάνες
     κλητική πλεκτάνη πλεκτάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλεκτάνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλεκτάνη[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pleˈkta.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλεκτάνη

Ουσιαστικό

πλεκτάνη θηλυκό

  • κάτι που είναι σχεδιασμένο για να μας εξαπατήσει και να μας παγιδεύσει
      —Ναι, ο Μίλτος. Το διαζύγιο μου με τον Κωστή κι ο ραγδαίος γάμος μου με σένα θα του αποκαλύψουν την πλεκτάνη μας.
    Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλεκτάνη αἱ πλεκτάναι
      γενική τῆς πλεκτάνης τῶν πλεκτανῶν
      δοτική τῇ πλεκτάν ταῖς πλεκτάναις
    αιτιατική τὴν πλεκτάνην τὰς πλεκτάνᾱς
     κλητική ! πλεκτάνη πλεκτάναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλεκτάν
γεν-δοτ τοῖν  πλεκτάναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλεκτάνη < πλέκω

Ουσιαστικό

πλεκτάνη θηλυκό

  • ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.